σοφτάς

σοφτάς
ο, Ν
μουσουλμάνος ιεροσπουδαστής, που σπούδαζε με κρατική υποτροφία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. softa].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • Αλή αγάς Σοφτάς — (18ος–19ος αι.).Τούρκος επίσημος της Κρήτης, ονομαστός για τα πλούτη του, αλλά και για τα πνευματικά του ενδιαφέροντα. Καταγόταν από τα Χανιά και στο αγρόκτημά του καλούσε συχνά μορφωμένους κατοίκους της πόλης, Έλληνες και Τούρκους, που έδειχναν… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”